πιλέκι
(ουσ. ουδ.)
πιλέκ͑ι
[piˈlekhi]
Κίσκ., Φάρασ.
πιλέκ'
[piˈlek]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. bilek = α) καρπός του χεριού β) μέρος του ποδιού αλόγου, μεσοκύνιο.
Μπράτσο
ό.π.τ.