ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιλέκι (ουσ. ουδ.) πιλέκ͑ι [piˈlekhi] Κίσκ., Φάρασ. πιλέκ' [piˈlek] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. bilek = α) καρπός του χεριού β) μέρος του ποδιού αλόγου, μεσοκύνιο.
Μπράτσο ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 18/04/2023