ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίλενε (επίρρ.) πίλενε [ˈpilene] Φάρασ. πιλενέ [pileˈne] Φάρασ. Από το παλ. τουρκ. και διαλεκτ. σύνδ. bilene = α) ακόμα και β) ούτε γ) μαζί (βλ. Tietze 2016, λ. bilem).
Πλέον, πια Φάρασ. : Σο σ̑ερεχάτι ενόσανdε πέντε πίλενε (έγιναν πλέον πέντε στην παρέα ) Φάρασ. -Dawk. Συνών. άλλος, ζαάρ, πιλέ