πίλενε
(επίρρ.)
πίλενε
[ˈpilene]
Φάρασ.
πιλενέ
[pileˈne]
Φάρασ.
Από το παλ. τουρκ. και διαλεκτ. σύνδ. bilene = α) ακόμα και β) ούτε γ) μαζί (βλ. Tietze 2016, λ. bilem).