ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιλάφι (ουσ. ουδ.) π͑ιλάφι [pʰi'lafi] Φάρασ. πιλάφ' [pi'laf] Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. π͑ιλέβι [pʰiˈlevi] Σίλ. πιλέβ' [pi'lev] Αξ. πιλέφ' [pi'lef] Δίλ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Πληθ. πιλάβια [pi'lavʝa] Σίλ. πιλέβια [pi'levʝa] Αξ. Νεότ. ουσ. πιλάφι, το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. pilâv.
Πιλάφι, φαγητό από βρασμένο ρύζι ή πλιγούρι, ρύζι ό.π.τ. : Ντόμακας πιλάφ' (πιλάφι με ντομάτα) Μισθ. -Κοτσαν. Η Πενdάμορφη έτρωγε μιά χουλιαριά πιλάφι και μιά έρριφτεν άπ’ όξω ας τό γουργούρι της (Η Πεντάμορφη έτρωγε μιά κουταλιά πιλάφι και μιά έρριχνε έξω από το στόμα της) Σινασσ. -Αρχέλ. Φτσ̑άνουσ̑ι γάμου, μπόγου· κονώννουσ̑ι πολλά πιλάβια (κάνουν γάμο, μάτσο τα ρούχα· σερβίρουν πολλά πιλάφια) Σίλ. -Dawk. Ντρανά, κείνdαι γαζάνια με όιματα, βράζ̑'νε πιλέβια (Κοιτάει, βλέπει καζάνια με αίμα, βράζουνε πιλάφια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τρώνκαμε πιλάφι με κρέας, τολμαδάκια, ριβίθια με κρέας, απ' όλα (τρώγαμε πιλάφι με κρέας, ντολμαδάκια, ρεβίθια με κρέας, από όλα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Σε ποίσου ένα π͑ιλέβι, θα φάγου (Θα φτιάξω ένα πιλάφι, θα φάω) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Έψησιν 'να τάντζαρα πιλάφ' (Μαγείρεψε ένα τέντζερη πιλάφη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κόφτισ̑καμ' ασ' σο γιουφκά και παίρισ̑καμ' σο χούφτα μας και τρώισ̑καμ' πιλάφ' (Κόβαμε από την ξερή πίτα, και παίρναμε στη χούφτα μας και τρώγαμε πιλάφι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Μο τα καdζ̑ία πιλάφιν τζ̑ο 'ίνεται (με τα λόγια πιλάφι δεν γίνεται˙ μόνο με τα λόγια δεν γίνονται πράξεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.