πικρίνα
(ουσ. θηλ.)
πικρίνα
[piˈkrina]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. πικρίδα (αναλογ. προς το παραγωγ. επίθμ. -ίνα), το οπ. από το μεταγν. ουσ. πικρίς (αρχ. σημ. ‘αντίδι’).
Είδος ραδικιού
Γούρδ.