πιθάρι
(ουσ. ουδ.)
πιθάρι
[pi'θari]
Αφσάρ., Φάρασ.
πιθάρ'
[pi'θar]
Σίλατ., Φλογ.
πισάρι
[pi'sari]
Σίλ.
πιθέρ'
[piˈθer]
Φλογ.
Πληθ.
πιθάρε
[pi'θare]
Φάρασ.
πιθάρα
[piˈθara]
Αφσάρ.
πιθέρα
[piʹθera]
Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. πιθάριον (υποκορ. του αρχ. πίθος = πήλινο σκεύος αποθήκευσης).
Πιθάρι
ό.π.τ.
:
Έσ'καμ' ντα πισάρι απέσου
(το βάλαμε μέσα στο πιθάρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να κόψωμ' το τσ̑ουφάλιν ντου, να γλυτώσωμε το πιθάρι
(ας κόψουμε το κεφάλι του, να ελευθερώσουμε το πιθάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήεν εκεί σο βουνί να φέρ' τέρια μι τ' αμάξ και ηύρεν ένα μέγα πιθάρ' τι να σε πώ!
(Πήγε εκεί στο βουνό να φέρει πέτρες με το κάρο και βρήκε ένα μεγάλο πιθάρι, τι να σου πώ!)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τράν'σαν πιθέρα γιομωμένα κατράν'
(Είδανε πιθάρια γεμάτα πίσσα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σάνομε και κρασ̑ά, γιομώνομε τα πιθέρα στο φοσ̑σ̑ί
(Φτιάχνουμε και κρασιά, γεμίζουμε το κελλάρι με τα πιθάρια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Παροιμ.
Πιρμή με δώσ' αν οκούτι, φορτών' ση ράσ̑η μου το πιθάρι
(πριν να μου δώσεις μία συμβουλή, φορτώνεις στη ράχη μου το πιθάρι˙ για μία μικρή ευεργεσία που μας κάνουν, ζητούν να τους το πληρώσουμε με το παραπάνω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σο πεζόν ντο πιθάρι μη κουάν'
(σε άδειο πιθάρι μην κλάνεις˙ όταν κάποιος ματαιοπονεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ληνός