ληνός
(ουσ. αρσ.)
ληνός
[liˈnos]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ.
λενός
[leˈnos]
Ανακ., Φλογ.
λενό
[leˈno]
Μαλακ., Φερτάκ., Φλογ.
νηλός
[niˈlos]
Σίλ.
Γεν. Εν.
ληνοϊού
[linoiˈu]
Μισθ.
Πληθ.
ληνόια
[liˈnoia]
Μισθ.
λενόσγια
[leˈnosʝa]
Φλογ.
Αρχ. ουσ. ληνός.
1. Ληνός, πατητήρι
ό.π.τ.
:
Το νηλό μου κόνησα ρέκα κοφίνια σταφύλια
(Στο πατητήρι μου άδειασα δέκα κοφίνια σταφύλια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είχε νια σ̑ολούτρα νηλός
(Είχε ένα λούκι ο ληνός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Τα φέραμεστε τα σταφύλια με τ’ αμάξια και τα χύναμε 'ς το λενό
(Τα φέρναμε τα σταφύλια με τα κάρα και τα χύναμε στον ληνό)
Μαλακ.
-Νίγδελ.Λ.
Ποίκαμε ένα τουνdουρόσ̑'λου, ένα κελλάρ', ένα λενός με το λενκούρ'
(Φτιάξαμε ένα δωμάτιο τουντουριού, ένα υπόγειο, ένα πατητήρι με τον λάκκο του)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Φερίσ̑κουμε τα σταφύλια σα λενόσγια, ικειού πατούμε τα, σάνομε σ̑ιράζ
(Φέρνουμε τα σταφύλια στους ληνούς, εκεί τα πατάμε, κάνουμε μούστο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Ληνοϊού ντου γουβί /πλεφρό
(Του πατητηριού ο λάκκος˙ ο λάκκος απορροής του μούστου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αλώνι, Πβ.
πατός :1, Συνών.
σαραχπανά, σιραχανάς :1, χάφτ :1