ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεχτόρι (ουσ. ουδ.) λεχτόρι [lexˈtori] Φάρασ. λαχτόρι [laxˈtori] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Πληθ. λαχτόρε [laˈxtore] Φάρασ., Φκόσ. λαχτόρα [laˈxtora] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. ἀλεκτόριν, υποκορ. του αρχ. ἀλέκτωρ. Η λ. και Πόντ.
1. Κόκκορας ό.π.τ. : Λαχτορού σάσ̑ι (Λάλημα του πετεινού) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Έφσαξανε το λαχτόρι, έκοψανε το τζ̑ουφάλιν ντου (Σφάξανε τον κόκκορα, κόψανε το κεφάλι του) Φάρασ. -Dawk. Πέτασεν το λαχτόρι, έβκη σο δώμα (Αναπήδησε ο κόκκορας, βγήκε στην ταράτσα) Φάρασ. -Παπαδ. νανί, λέγω τα σένα 'πόψα πίρμι 'αλήσει το λαχτόρι τρία φορές, α ειπείς 'γώ τζ̑ο κατέχω τα (ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με -Ευαγγ. Ματθ. 26.34) Φάρασ. -Lag. Κουτάνκαν σου λεχτορούν το ζωμόν 'πέσου κορκότσ' (Έρριχναν μέσα στο ζουμί των κοκκοριών κουρκούτι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σο θεμέλι φσ̑ακνίνκαμε σφάζαμε το λαχτόρι και σταλάζαμε τα αίματα γύρω γύρω (Στα θεμέλια σφάζαμε τον κόκκορα και σταλάζαμε τα αίματα γύρω γύρω) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Σκοτεινά, σαμ' 'αλείνκαν dα λαχτόρα, κατέβαμ' σο Μερσίνι (Μέσα στο σκοτάδι, μόλις λάλησαν τα κοκκόρια, κατεβήκαμε στη Μερσίνα) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. Να φάγω λαχτορού τζ̑ουφάλι (Να φάω κεφάλι κόκκορα˙ ωμοτ.) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Τσ̑άπ' είνdαι πουά 'λαχτόρε, ξημερεύ' αργά (Όπου είναι πολλοί κοκκόροι ξημερώνει αργά˙ Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει, ένας πρέπει να είναι αρχηγός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κοκονός, χορόζ
2. Κόκκορας όπλου Φάρασ. Συνών. κοκονός