λησμονώ
(ρ.)
λησμονώ
[lizmoˈno]
Σίλ.
ζελμονώ
[zelmoˈno]
Σινασσ., Φάρασ.
ζερμονώ
[zermoˈno]
Σινασσ.
ζελμονάγω
[zelmoˈnaɣo]
Φάρασ.
ζηρμουν-νώ
[zirmunˈno]
Σίλ.
ζηρμονώ
[zirmoˈno]
Σίλ.
ζηρμουνώ
[zirmuˈno]
Σίλ.
ζολμονώ
[zolmoˈno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ., Φλογ.
ζουλμονώ
[zulmoˈno]
Σίλ., Φερτάκ.
ζορμονώ
[zormoˈno]
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Τροχ.
ζουρμονώ
[zurmoˈno]
Σίλ.
ζουρμουνώ
[zurmuˈno]
Σίλ.
ζουρμορώ
[zurmoˈro]
Σίλ.
ζομbολώ
[zomboˈlo]
Αραβαν.
Παρατατ.
ζολμόνανα
[zolˈmonana]
Αξ.
ζελμονίνκα
[zelmoˈniŋka]
Φάρασ.
ζoμbόλεινα
[zomˈbolina]
Αραβαν.
ζoρμόνανα
[zorˈmonana]
Μισθ.
ζoυρμονινόσκα
[zurmoniˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
ζηλμόν'σα
[zilˈmonsa]
Σίλ.
ζηρμόνησα
[zirˈmonisa]
Σίλ.
ζελμόν'σα
[zelˈmonsa]
Σεμέντρ., Τσαρικ., Φάρασ.
ζελμόντσα
[zelˈmontsa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ζάλμόν'σα
[ˈzalmonsa]
Φάρασ.
εζoλμόντσα
[ezolˈmontsa]
Αξ.
ζoλμόν'σα
[zolˈmonsa]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
ζoλμόντσα
[zolˈmontsa]
Αξ., Μισθ.
ζουλμόν'σα
[zulˈmonsa]
Σίλ.
ζoρμόντσα
[zorˈmontsa]
Μισθ., Σίλ.
ζουρμόρ'σα
[zurˈmorsa]
Σίλ.
ζoμbόλ'σα
[zomˈbolsa]
Αραβαν.
Αόρ. Υποτ.
ζολμονέσω
[zolmoˈneso]
Αξ.
ζηρμονώσω
[zirmoˈnoso]
Σίλ.
ζουρμονώσω
[zurmoˈnoso]
Σίλ.
Προστ.
ζoλμόνα
[zolˈmona]
Αξ.
ζομbόλα
[zomˈbola]
Αραβαν.
Παθ.
λησμονιέμαι
[lizmoˈɲeme]
Σινασσ.
ζελμονι-έμαι
[zelmoniˈeme]
Φάρασ.
ζολμονιέμαι
[zolmoˈɲeme]
Αξ.
ζομbολούμαι
[zomboˈlume]
Αραβαν.
Παρατατ.
ζολμονιότονμαι
[zolmoˈɲotonme]
Αξ.
Αόρ.
ζoλμονέχα
[zolmoˈnexa]
Αξ.
ζομbολήρα
[zomboˈlira]
Αραβαν.
Υποτ.
ζoλμονεχώ
[zolmoneˈxo]
Αξ.
ζομbολερώ
[zomboleˈro]
Αραβαν.
Μτχ.
ζηρμονημένου
[zirmoniˈmenu]
Σίλ.
Μτχ.
ζορμονημένου
[zοrmoniˈmenu]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. λησμονῶ. Οι τύπ. ζελμονώ, ζολμονώ με μετάθ.. Ο τύπ. ζολμονώ με υποχωρητ. αφομ. Ο τύπ. ζομbολώ με περαιτέρω μετάθ. του [l] (> *ζομλονώ), τροπή [m > mb] για διευκόλυνση της προφοράς [> *ζομbλονώ], περαιτέρω μετάθ. του [l] (> *ζομboλνώ) και απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [ln > l].
Ξεχνάω
ό.π.τ.
:
'γοράν-νει τσ̑ονgιάν ησιλίσκι αμ-μά να 'γοράσει κομούρια λησμονά τα
(Αγοράζει ό,τι ήθελε αλλά να αγοράσει κάρβουνα το ξεχνά)
Σίλ.
-Dawk.
Το σπίτι σ' και την αδελφή σ' μη τα ζερμονάς εμένα αν με ζελμόν'σες
(Το σπίτι σου και την αδελφή σου μη τα ξεχνάς, κι ας με ξέχασες εμένα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ουτσ̑ά πέρνανε ταρός τουν γκαι ζομπόλειναν λίγο τα μεράχ̇ια τουν
(Έτσι περνούσε ο καιρός τους και ξεχνούσαν λίγο τον καημό τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'στέρου ζελμόντσεν ντο φσόκ-κο το μήο του
(Ύστερα το αγοράκι ξέχασε το μήλο του)
Φάρασ.
-Dawk.
Ζελμόν'σε π' 'α ειπεί, να νοιγι̂́ η θύρα
(Ξέχασε τι να πει, για να ανοίξει η πόρτα)
Φάρασ.
-Dawk.
Το ζεύγλη ζολμόν'σα το στο χωράφ'
(Ξέχασα την ζεύγλη στο χωράφι)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ζολμόν'σες από μας πολύ
(Λησμόνησες περισσότερο από μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ό,τινα το δώκα ζολμόντσα το
(Σε όποιον το έδωσα το ξεχασα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντεν εζολμόντσα
(δεν ξέχασα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ζηρμόνησιν ντα βλόημάν ντου
(Ξέχασε τον γάμο του (ότι είναι παντρεμένος))
Σίλ.
-Dawk.
Ζορμόντσα να σι φέρου ντου αλέτιρ' ισ’
(Ξέχασα να σου φέρω το αλέτρι σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το κορίτσ̑ι τ' ασ' τα χαβάσ̑α τ' ζομπόλ'σε ανdρού τ' το öγιΰσ̑'
(Η κοπέλα από τη χαρά της ξέχασε την συμβουλή του άντρα της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το σέκ̑κ̑’ έπαρ' το, με το ζολμονάς!
(Το δισάκκι πάρε το, μην το ξεχνάς!)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
Μη τα ζουρμονώεις να μ' φέρεις ψωμί
(Μην το ξεχάσεις να μου φέρεις ψωμί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είχα τα ζηρμονημένου
(Το είχα ξεχάσει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πέρνασαν μέρες, μήνες, χρόνια και γιαβάς̑-γιαβάς̑ ετό τ' όργο ζομboλήρη και πήγε
(Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια και σιγά-σιγά αυτή η υπόθεση ξεχάστηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πέρνασαν μήνες κι ετό το όργο λίγο ακούμ' να ζομboλερεί ήτουν
(Πέρασαν μήνες και αυτή η υπόθεση λίγο ακόμα και θα είχε ξεχαστεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Zορμόνανα δου λόγο
(Ξεχνούσα αυτό που ήθελα να πω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ζάλμον'σα του ένασιν τσ̑όγας τον τόπου
(Ξέχασα ότι ήδη όργωσε το χωράφι)
Φάρασ.
-Bağr.
Aκούμ' ντε ζολμόντσαν δου χωριό τ'νι σ' Tουρκία, δου Mιστί
(Ακόμη δεν έχουν ξεχάσει το χωριό τους στην Τουρκία, το Μιστί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τι αλλά δου λέιξεαν ζορμόντσα δου τσ̑όλα
(Πώς τον έλεγαν το ξέχασα κιόλας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το πέρνασε ζομπόλα το
(Ό,τι πέρασε ξέχνα το˙ Περασμένα ξεχασμένα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ο Θεός 'φήτσ̑ε σε αμ-μά τζ̑ο ζελμονά σε
(Ο Θεός σε άφησε αλλά δεν σε ξεχνά˙ αργά ή γρήγορα ο θεός ανταμείβει ή τιμωρεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σεγός αργεί, ρε ζουρμορά
(Ο Θεός αργεί, αλλά δε λησμονά˙ το ίδιο)
-Κωστ.Σ.
Η γουώσσα ζελμονά, λε' το 'ληθωτικό
(Η γλώσσα ξεχνά και λέει την αλήθεια˙ γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Οι παθαμένοι ζελμονι-ένdαι ταρνά
(Οι πεθαμένοι ξεχνιούνται γρήγορα˙ οι πεθαμένοι ξεχνιούνται γρήγορα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τα περαμένα ζομboλούνdαι αψά
(Οι πεθαμένοι ξεχνιούνται γρήγορα˙ το ίδιο)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
Τα χαμένα αψά ζολμονιένdαι
(Οι πεθαμένοι γρήγορα ξεχνιούνται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Mάτια που δεν θωριένdαι, αψά λησμονιένdαι
(Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται˙ Η μακρά απουσία κάνει τον έρωτα να ατονήσει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Ζορμόντσις 'τσα 'τουν παίνιξάμ' τσ̑ι 'ντάμα σα κούρις
(Ξέχασες εκεί που πηγαίναμε μαζί στους κετσέδες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μη μι ζορμονάς, μάνα μ', να πατ' να έρτητ'
(Μη με ξεχνάς, μάνα μου, να πηγαινοέρχεστε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
χάνω