ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λησμονώ (ρ.) λησμονώ [lizmoˈno] Σίλ. ζελμονώ [zelmoˈno] Σινασσ., Φάρασ. ζερμονώ [zermoˈno] Σινασσ. ζελμονάγω [zelmoˈnaɣo] Φάρασ. ζηρμουν-νώ [zirmunˈno] Σίλ. ζηρμονώ [zirmoˈno] Σίλ. ζηρμουνώ [zirmuˈno] Σίλ. ζολμονώ [zolmoˈno] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ., Φλογ. ζουλμονώ [zulmoˈno] Σίλ., Φερτάκ. ζορμονώ [zormoˈno] Ανακ., Μισθ., Σίλ., Τροχ. ζουρμονώ [zurmoˈno] Σίλ. ζουρμουνώ [zurmuˈno] Σίλ. ζουρμορώ [zurmoˈro] Σίλ. ζομbολώ [zomboˈlo] Αραβαν. Παρατατ. ζολμόνανα [zolˈmonana] Αξ. ζελμονίνκα [zelmoˈniŋka] Φάρασ. ζoμbόλεινα [zomˈbolina] Αραβαν. ζoρμόνανα [zorˈmonana] Μισθ. ζoυρμονινόσκα [zurmoniˈnoska] Σίλ. Αόρ. ζηλμόν'σα [zilˈmonsa] Σίλ. ζηρμόνησα [zirˈmonisa] Σίλ. ζελμόν'σα [zelˈmonsa] Σεμέντρ., Τσαρικ., Φάρασ. ζελμόντσα [zelˈmontsa] Τσουχούρ., Φάρασ. ζάλμόν'σα [ˈzalmonsa] Φάρασ. εζoλμόντσα [ezolˈmontsa] Αξ. ζoλμόν'σα [zolˈmonsa] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. ζoλμόντσα [zolˈmontsa] Αξ., Μισθ. ζουλμόν'σα [zulˈmonsa] Σίλ. ζoρμόντσα [zorˈmontsa] Μισθ., Σίλ. ζουρμόρ'σα [zurˈmorsa] Σίλ. ζoμbόλ'σα [zomˈbolsa] Αραβαν. Αόρ. Υποτ. ζολμονέσω [zolmoˈneso] Αξ. ζηρμονώσω [zirmoˈnoso] Σίλ. ζουρμονώσω [zurmoˈnoso] Σίλ. Προστ. ζoλμόνα [zolˈmona] Αξ. ζομbόλα [zomˈbola] Αραβαν. Παθ. λησμονιέμαι [lizmoˈɲeme] Σινασσ. ζελμονι-έμαι [zelmoniˈeme] Φάρασ. ζολμονιέμαι [zolmoˈɲeme] Αξ. ζομbολούμαι [zomboˈlume] Αραβαν. Παρατατ. ζολμονιότονμαι [zolmoˈɲotonme] Αξ. Αόρ. ζoλμονέχα [zolmoˈnexa] Αξ. ζομbολήρα [zomboˈlira] Αραβαν. Υποτ. ζoλμονεχώ [zolmoneˈxo] Αξ. ζομbολερώ [zomboleˈro] Αραβαν. Μτχ. ζηρμονημένου [zirmoniˈmenu] Σίλ. Μτχ. ζορμονημένου [zοrmoniˈmenu] Μισθ. Από το μεταγν. ρ. λησμονῶ. Οι τύπ. ζελμονώ, ζολμονώ με μετάθ.. Ο τύπ. ζολμονώ με υποχωρητ. αφομ. Ο τύπ. ζομbολώ με περαιτέρω μετάθ. του [l] (> *ζομλονώ), τροπή [m > mb] για διευκόλυνση της προφοράς [> *ζομbλονώ], περαιτέρω μετάθ. του [l] (> *ζομboλνώ) και απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [ln > l].
Ξεχνάω ό.π.τ. : 'γοράν-νει τσ̑ονgιάν ησιλίσκι αμ-μά να 'γοράσει κομούρια λησμονά τα (Αγοράζει ό,τι ήθελε αλλά να αγοράσει κάρβουνα το ξεχνά) Σίλ. -Dawk. Το σπίτι σ' και την αδελφή σ' μη τα ζερμονάς εμένα αν με ζελμόν'σες (Το σπίτι σου και την αδελφή σου μη τα ξεχνάς, κι ας με ξέχασες εμένα) Σινασσ. -Λεύκωμα Ουτσ̑ά πέρνανε ταρός τουν γκαι ζομπόλειναν λίγο τα μεράχ̇ια τουν (Έτσι περνούσε ο καιρός τους και ξεχνούσαν λίγο τον καημό τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'στέρου ζελμόντσεν ντο φσόκ-κο το μήο του (Ύστερα το αγοράκι ξέχασε το μήλο του) Φάρασ. -Dawk. Ζελμόν'σε π' 'α ειπεί, να νοιγι̂́ η θύρα (Ξέχασε τι να πει, για να ανοίξει η πόρτα) Φάρασ. -Dawk. Το ζεύγλη ζολμόν'σα το στο χωράφ' (Ξέχασα την ζεύγλη στο χωράφι) Γούρδ. -Καράμπ. Ζολμόν'σες από μας πολύ (Λησμόνησες περισσότερο από μας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ό,τινα το δώκα ζολμόντσα το (Σε όποιον το έδωσα το ξεχασα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντεν εζολμόντσα (δεν ξέχασα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ζηρμόνησιν ντα βλόημάν ντου (Ξέχασε τον γάμο του (ότι είναι παντρεμένος)) Σίλ. -Dawk. Ζορμόντσα να σι φέρου ντου αλέτιρ' ισ’ (Ξέχασα να σου φέρω το αλέτρι σου) Μισθ. -Κοτσαν. Το κορίτσ̑ι τ' ασ' τα χαβάσ̑α τ' ζομπόλ'σε ανdρού τ' το öγιΰσ̑' (Η κοπέλα από τη χαρά της ξέχασε την συμβουλή του άντρα της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το σέκ̑κ̑’ έπαρ' το, με το ζολμονάς! (Το δισάκκι πάρε το, μην το ξεχνάς!) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. Μη τα ζουρμονώεις να μ' φέρεις ψωμί (Μην το ξεχάσεις να μου φέρεις ψωμί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Είχα τα ζηρμονημένου (Το είχα ξεχάσει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πέρνασαν μέρες, μήνες, χρόνια και γιαβάς̑-γιαβάς̑ ετό τ' όργο ζομboλήρη και πήγε (Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια και σιγά-σιγά αυτή η υπόθεση ξεχάστηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πέρνασαν μήνες κι ετό το όργο λίγο ακούμ' να ζομboλερεί ήτουν (Πέρασαν μήνες και αυτή η υπόθεση λίγο ακόμα και θα είχε ξεχαστεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Zορμόνανα δου λόγο (Ξεχνούσα αυτό που ήθελα να πω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ζάλμον'σα του ένασιν τσ̑όγας τον τόπου (Ξέχασα ότι ήδη όργωσε το χωράφι) Φάρασ. -Bağr. Aκούμ' ντε ζολμόντσαν δου χωριό τ'νι σ' Tουρκία, δου Mιστί (Ακόμη δεν έχουν ξεχάσει το χωριό τους στην Τουρκία, το Μιστί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τι αλλά δου λέιξεαν ζορμόντσα δου τσ̑όλα (Πώς τον έλεγαν το ξέχασα κιόλας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Το πέρνασε ζομπόλα το (Ό,τι πέρασε ξέχνα το˙ Περασμένα ξεχασμένα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ο Θεός 'φήτσ̑ε σε αμ-μά τζ̑ο ζελμονά σε (Ο Θεός σε άφησε αλλά δεν σε ξεχνά˙ αργά ή γρήγορα ο θεός ανταμείβει ή τιμωρεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σεγός αργεί, ρε ζουρμορά (Ο Θεός αργεί, αλλά δε λησμονά˙ το ίδιο) -Κωστ.Σ. Η γουώσσα ζελμονά, λε' το 'ληθωτικό (Η γλώσσα ξεχνά και λέει την αλήθεια˙ γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Οι παθαμένοι ζελμονι-ένdαι ταρνά (Οι πεθαμένοι ξεχνιούνται γρήγορα˙ οι πεθαμένοι ξεχνιούνται γρήγορα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τα περαμένα ζομboλούνdαι αψά (Οι πεθαμένοι ξεχνιούνται γρήγορα˙ το ίδιο) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. Τα χαμένα αψά ζολμονιένdαι (Οι πεθαμένοι γρήγορα ξεχνιούνται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Mάτια που δεν θωριένdαι, αψά λησμονιένdαι (Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται˙ Η μακρά απουσία κάνει τον έρωτα να ατονήσει) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Ζορμόντσις 'τσα 'τουν παίνιξάμ' τσ̑ι 'ντάμα σα κούρις (Ξέχασες εκεί που πηγαίναμε μαζί στους κετσέδες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μη μι ζορμονάς, μάνα μ', να πατ' να έρτητ' (Μη με ξεχνάς, μάνα μου, να πηγαινοέρχεστε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. χάνω