λεφτύνω
(ρ.)
λεφτύνου
[leˈftinu]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. λεπτύνω.
1. Αδυνατίζω, γίνομαι αδύνατος
Φάρασ.
Συνών.
ζαϊφλαντίζω, κιοτουλαντίζω, φτενεύω, ψελιανίσκω, ψελιάζω :2
2. Νερουλιάζω, γίνομαι υδαρής
Φάρασ.