λέρα
(ουσ. θηλ.)
λέρα
[ˈlera]
Μαλακ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. λέρα (πβ. Πουλολ. 1.434 «ἐσάπην ἐκ τὴν λέραν»), υποχωρ. σχηματ. από το ρ. λερώνω.
2. Ειδικότ., τα ρευστά περιττώματα προβάτων
ό.π.τ.
:
Έχ' λέρες στο μαλλί
(Έχει ακαθαρσίες στο μαλλί του, ενν. το πρόβατο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Να σωρόψουμε τα λέρες, τα βέτσ̑α, το χωμάτισμα
(Να μαζέψουμε τις κοπριές του προβάτου και του βοδιού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
λεπούρι, Πβ.
κοβέτσι