ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεμπέ (επιφ.) λεbέ [leˈbe] Αραβαν., Μισθ. λεb-bέ [lebˈbe] Ποτάμ. Από το σχετλιαστικό επιφών. αλί και το επιφών. ιμπί, όπου και τύπ. εbέ.
1. Αλίμονο, αχ ό.π.τ. : Λεbέ ’γώ (Aλίμονο μου!) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Λεbέ εσύ μ’ ‘σουν το έπ’κες ετό το όργο (Αλίμονο, εσύ ήσουν που έκανες αυτή τη δουλειά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Λεbέ τιάλ να αναβώ σου μπαλόν' απάν'; (Αλίμονο, πώς να ανέβω στο αεροπλάνο απάνω;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Λεbέ γιολντάσ̑η μ’, πού να πας; Ογώ μαναχό μ’ τί να ’ενώ; (Αλίμονο φιλενάδα μου, πού θα πας; Εγώ μοναχή μου τι θα γίνω;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ας κοπούν ντα χρόνια τ’νι, ατό τι μαχαλά ηδούν! Λεbέ λεbέ λεbέ! (Να κοπούν τα χρόνια τους, αυτή τι γειτονιά ήταν! αλίμονο, αλίμονο, αλίμονο!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αχ, βάι, βαχ, ιμπί
2. Επιφώνημα που δηλώνει ανυπομονησία ή έκπληξη, αμάν Μισθ. : Λεbέ, οπ' να φας τη νιότη σ', ’παπού δα βρίχεις ατούρα; (Αμάν, που να φας τα νιάτα σου, από πού τα βρίσκεις αυτά;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λεbέ να παραούμ' να φάμ' γκυλινdήρια (Αμάν να γυρίσουμε σπίτι να φάμε γιουβαρλάκια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λεbέ, γάλια πέφτ'! (Aμάν! Πρόσεξε μην πέσει!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αμάν, ιμπί