λεμπέ
(επιφ.)
λεbέ
[leˈbe]
Αραβαν., Μισθ.
λεb-bέ
[leˈb:e]
Ποτάμ.
Από το σχετλιαστικό επιφών. αλί και το επιφών. ιμπί, όπου και τύπ. εμπέ.
1. Αλίμονο, αχ
ό.π.τ.
:
Λεbέ ’γώ
(αλίμονο μου!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λεμπέ εσύ μ’ ‘σουν το έπ’κες ετό το όργο
(Αλίμονο, εσύ ήσουν που έκανες αυτή τη δουλειά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λεμπέ τιάλ να αναβώ σου μπαλόν' απάν';
(Αλίμονο, πώς να ανέβω στο αεροπλάνο απάνω;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Λεμπέ γιολντάσ̑η μ’, πού να πας; Ογώ μαναχό μ’ τί να ’ενώ;
(Αλίμονο φιλενάδα μου, πού θα πας; Εγώ μοναχή μου τι θα γίνω;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ας κοπούν ντα χρόνια τ’νι, ατό τι μαχαλά ηδούν! λεμπέ λεμπέ λεμπέ!
(Να κοπούν τα χρόνια τους, αυτή τι γειτονιά ήταν! αλίμονο, αλίμονο!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αχ, βαχ, βάι, ιμπί
2. Επιφώνημα που δηλώνει ανυπομονησία ή έκπληξη, αμάν
Μισθ.
:
Λεμπέ, οπ' να φας τη νιότη σ', ’παπού δα βρίχεις ατούρα;
(Αμάν, που να φας τα νιάτα σου, από πού τα βρίσκεις αυτά;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Λεμπέ να παραούμ' να φάμ' γκυλινdήρια
(Αμάν να γυρίσουμε σπίτι να φάμε γιουβαρλάκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Λεμπέ, γάλια πέφτ'!
(Aμάν! Πρόσεξε μην πέσει!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αμάν, ιμπί