ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λειτουργία (ουσ. θηλ.) λειτουργία [lituˈrʝia] Γούρδ., Μισθ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ. λειτουργιά [lituˈrʝa] Αφσάρ., Γούρδ., Φλογ. λουτουργιά [lutuˈrʝa] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φάρασ., Φλογ., Χαλβάντ. λουdουργιά [luduˈrʝa] Ουλαγ. λουτρουγιά [lutruˈʝa] Ανακ., Μισθ., Φλογ. λουτρουϊά [lutruiˈa] Μισθ., Ποτάμ. λειτιργιά [litiˈrʝa] Σίλ. λειτροΐα [lιtroˈia] Φάρασ. λουριά [luˈrʝa] Αραβ. Αρχ. ουσ. λειτουργία. Ο τύπ. λειτουργιά ήδη μεσν. Ο τύπ. λουτουργιά από μεσν. λουτρουγία με αφομ. (βλ. και Ανδριώτης 1948: 20). Ο τύπ. λουτρουγιά με μετάθ. του [r]. Για τους τύπ. με μετάθ. του [r], βλ. τον νεότ. τύπ. λειτρουγιά. Ο τύπ. λειτροΐα, την τροπή του [u] > [o] και αποβολή του /ɣ/ (βλ. Ανδριώτης 1948: 19, 30). Πβ. και τύπ. λουτρουγία, λουτρουΐα Καλαβρ.
1. Η Θεία Λειτουργία ό.π.τ. : Παπάς ξέβαλεν σ̑ήμερα λουτρουγιά (Ο παπάς τέλεσε σήμερα τη Θεία Λειτουργία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Λουτουργιά τέλειουσι (Η Θεία Λειτουργία τελείωσε) Μισθ. -Κοτσαν. Πήν' σην εκκλεσία, είδεν τι κι ο παπάς έβκαλιν τη λειτουργία ταμάμ (Πήγε στην εκκλησία, είδε ότι ο παπάς έβγαλε τη Θεία Λειτουργία τέλεια) Φάρασ. -Παπαδ. Έχ’ λειτουργία τώρα, εκκλησία γιαΐ κρούν΄; (Έχει Θεία Λειτουργία τώρα, γιατί χτυπά η εκκλησία;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εμείς σο χωριό μας κάνισκαμ’ λουτρουργιά Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή (Εμείς στο χωριό μας κάναμε λειτουργιά την Τετάρτη, την Παρασκευή και την Κυριακή) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τζ̑o έννα προκάνου να πλερώσου τη λειτουργία, ἐννα βρέξει (Δε θα προλάβω να τελειώσω τη λειτουργία, θα βρέξει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Κουρφό λουτουργιά (Κρυφή λειτουργία˙ η λειτουργία των προηγιασμένων δώρων) Μαλακ. -Τζιούτζ.
2. Πρόσφορο Ανακ., Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ. : Λειτιργιά φτσάγιναμ’ τσην κλησ̑ά (Φτιάχναμε πρόσφορα στην εκκλησία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. άρτος, κουλουρόπο, προγιαστό, προσφορά
β. Ειδικότερα, πρόσφορο σε μεγάλες γιορτές (σε αντιδιαστολή προς το κουλουρόπο που ήταν γενικώς το πρόσφορο) Μισθ.
γ. Αντίδωρο Ποτάμ., Σίλ. : Παπάς ρώκι λειτιργιά (Ο παπάς έδωσε αντίδωρο ) Σίλ., Ποτάμ. -Κωστ.Σ. Παίρισ̑καν λουτρουϊά το μεσ̑ημέρι και ύστερα τρώισκαν (Έπαιρναν αντίδωρο το μεσημέρι και ύστερα έτρωγαν ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322