λειχήνα
(ουσ. θηλ.)
λειχήνα
[liˈcina]
Αξ., Γούρδ., Σινασσ.
λεισ̑όν’
[liˈʃon]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ.
Αρσ.
λείσινος
[ˈlisinos]
Φλογ.
Πληθ.
λεισόνια
[liˈsoɲa]
Μαλακ.
λεισ̑όνια
[liˈʃoɲa]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. λειχήν -ῆνος, μεσν. λειχήνα.
1. Λειχήνα, είδος μύκητα
Αξ.
2. Το δερματολογικό έκζεμα λειχήνα
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Ένα Τούρκο ναίκα διέβαζεν το λεισ̑όν’
(Μια Τουρκάλα διάβαζε γητειές για τη λειχήνα)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
τραχύς