ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λέμι (ουσ. ουδ.) λέμι [ˈlemi] Σινασσ., Φάρασ. λα̈́μι [ˈlæmi] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. nem = υγρασία, όπου και διαλεκτ. τύπ. lem.
1. Υγρασία ό.π.τ. Συνών. λεμνό, νοτιά :1
2. Λασπόνερο Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025