λέμι
(ουσ. ουδ.)
λέμι
[ˈlemi]
Σινασσ., Φάρασ.
λα̈́μι
[ˈlæmi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. nem = υγρασία, όπου και διαλεκτ. τύπ. lem (THADS, λ. lem).
2. Λασπόνερο
Σινασσ.