ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεμπλεμπί (ουσ. ουδ.) λεπ͑λεπί [lepʰleˈpi] Αξ., Μαλακ. λα̈π͑λα̈πί [læpʰlæˈpi] Αφσάρ. λεπ͑λεπής [lepʰleˈpis] Φάρασ. λεbλεbού [lebleˈbu] Σίλ. Πληθ. λεπλεπούδια [lepleˈpuðʝa] Σινασσ. λεπλεπίδα [lepleˈpiða] Φάρασ. λεπλεκούδια [lepleˈkuðʝa] Μαλακ. μπλεbλεκούγια [blebleˈkuʝa] Αξ. λεμπλέγια [leˈbleʝa] Αραβ. λα̈π͑λιαπλιά [læpʎaˈpʎa] Μπέηκ. Θηλ. Πληθ. λεπλεπούδες [lepleˈpuðes] Σινασσ. λαπλαπούδες [laplaˈpuðes] Σινασσ. λεbλεbούρες [lebleˈbures] Αραβαν. λαbλεbούρες [lableˈbures] Αραβαν. μπεbλεκούες [bebleˈkues] Τσαρικ. μπεbλεκούις [bebleˈkuis] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. leblebi = στραγάλι. Ο τύπ. λεbλεbού από παλαιότ. τουρκ. τύπ. leblebü (ήδη από το 1312, βλ. Nişanyan 2002-2022, λ. leblebi). Πβ. ποντ. λεπλεπίν και λα̈πλα̈́πίν.
1. Στραγάλι ό.π.τ. : ‘γόραζαμ’ καρύα, λα̈πλιαπλιά και πούλειναμ’ τα σο Τσ̑αάν (Αγοράζαμε καρύδια, στραγάλια και τα πουλάγαμε στο Τσαάν) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251 Mάνα τ' σάλτσ̑ιν ντου να πάρ' ψωμί, λάι, άλας, παχλάια, φακούια, μπεμπλεκούις τσ̑ι λίου μπαστουρμάς (Η μάνα της την έστειλε να αγοράσει ψωμί, λάδι, αλάτι, φασόλια, φακές, στραγάλια και λίγο παστουρμά) Μισθ. -Φατ. || Παροιμ. Τα ζόνdζ̑α μ’ λεbλεbούρες ντεγί ντεν ντα έφαγα (Τα δόντια μου δεν τα έφαγα για στραγάλια˙ το λένε όσοι έχουν πείρα από τη ζωή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. καβουρκάς, καβουρμάς, πλακούδα :2
2. Ρεβίθι Μαλακ. Συνών. νοχούτι, ρεβίθι