ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβουρμάς (ουσ. αρσ.) καβουρμάς [kavurˈmas] Φάρασ. καβουρμά [kavurˈma] Ανακ., Φάρασ. qαβι̂ρμά [qavɯrˈma] Μαλακ. γαβουρμάς [ɣavurˈmas] Κίσκ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. γαβουρμά [ɣavurˈma] Φάρασ. γαουρμάς [ɣaurˈmas] Φάρασ. Πληθ. γαβουρμάδε [ɣavurˈmaðe] Φάρασ. γαβουρμάδια [ɣavurˈmaðʝa] Σινασσ. Nεότ. ουσ. καβουρμάς (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κάβουρμα), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kavurma = α) καβουρντισμένο κρέας β) καβούρντισμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gavurma (THADS, λ. gavurma).
1. Καβουρμάς, κρέας καβουρντισμένο και διατηρημένο σε λίπος ό.π.τ. : Σώρεψε τα σιγριτζούχε, ήφερεν τα στο σπίτι τ’ς, ποίτζ̑εν τα καβουρμάς τζ̑αι τρία χρόνε τρώνκε (Μάζεψε τα ψαρόνια, τα έφερε στο σπίτι της, τα έκανε καβουρμά και έτρωγε τρία χρόνια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. σ̑οιριδού γαβουρμάς (Καβουρμάς από χοιρινό κρέας) Φάρασ. -ΑΠΥ-Bağr. Την άλλη μέρα φέρ' μας ένα γουρουνιού γαβουρμάς (Την άλλη μέρα μας φέρνει χοιρινό καβουρμά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κατέβασ' νιούγ γαβουρμά, ποίσ' ένα μπουλγούρ πιλαβού (Κατέβασε λίγο καβουρμά, φτιάξε ένα πιλάφι με πλιγούρι) Σίλ. -Εκμεκ.
2. Στραγάλι, καβουρντισμένο ξερό ρεβίθι Φάρασ. : || Παροιμ. Δώκαν ντο φουκαρά γαβουρμάδε· είπεν dι: «Κάεν ντο βιλλί μου τσ̑αι ξέσ̑εν ντα» (Έδωσαν στον φτωχό στραγάλια· είπε: «Κάηκε η ψωλή μου και τα έχυσα»˙ για τους τεμπέληδες ή κακόμοιρους που δεν χαίρονται ούτε όταν τους ευεργετούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καβουρκάς, λεμπλεμπί, πλακούδα :2
3. Γενικότ., τσιγάρισμα, καβούρντισμα Φάρασ.
4. Ως επίθ., ψητός ή τηγανητός Μαλακ.