ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβραντώ (ρ.) qαβρανdώ [qavranˈdo] Φλογ. γαβρανdώ [ɣavranˈdo] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kavranmak = α) πιάνομαι από κάπου, αρπάζομαι β) επιδιώκω με ζήλο, παθ. του ρ. kavramak = πιάνω, αρπάζω. Πβ. γαβραντώ
1. Κινούμαι για να σηκωθώ
2. Απασχολούμαι, εργάζομαι Μισθ.