καβραντώ
(ρ.)
qαβρανdώ
[qavranˈdo]
Φλογ.
γαβρανdώ
[ɣavranˈdo]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kavranmak = α) πιάνομαι από κάπου, αρπάζομαι β) επιδιώκω με ζήλο, παθ. του ρ. kavramak = πιάνω, αρπάζω.
Πβ.
γαβραντώ
1. Κινούμαι για να σηκωθώ
2. Απασχολούμαι, εργάζομαι
Μισθ.