καγίτι
(ουσ. ουδ.)
qαγίτ'
[qaˈʝit]
Μαλακ., Φλογ.
καΐτι
[kaˈiti]
Σίλατ., Φάρασ.
γαγι̂́τι
[ɣaˈʝɯti]
Σινασσ.
γαγίτ'
[ɣaˈʝit]
Σινασσ.
γαΐτι
[ɣaˈiti]
Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
γαΐτ͑ι
[ɣaˈitʰi]
Ανακ., Φάρασ.
γαΐσ̑'
[ɣaˈiʃ]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. kayıt = α) εγγραφή, καταχώρηση, καταλογογράφηση β) περιορισμός γ) μέριμνα, φροντίδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gayıt = χειμερινές προμήθειες (THADS, λ. gayıt I).
1. Καταχώριση σε ταμείο, κατάστιχο ή ληξιαρχείο
Σινασσ.
2. Προμήθειες, προετοιμασίες
ό.π.τ.
:
Ιδέτε τα γαΐτε σας!
(Κοιτάξτε, φροντίστε τις προμήθειές σας!)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Θωρείνκανε καΐτι να μαργαώσουνε
(Έκαναν προετοιμασίες για να πολεμήσουν)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Ακόμα χαρτσ̑ι̂λι̂́χ' δε με πίταξεν να να ποίκω με τον καιρό τα σ̑ειμωνιάτικα μ' τα γαγι̂́τια
(Ακόμα δεν μου έστειλε (ο άντρας μου από την Πόλη) χρήματα για να κάνω εγκαίρως τις χειμερινές μου προμήθειες)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
|| Παροιμ.
Του σ̑ειμωνού σου τα γαΐτε ιδέ τα· τσ̑αι να σ̑ονίσει, ίχπαλά, τσ̑αι να μη σ̑ονίσει, πάλι ίχπαλά
(Του χειμώνα σου τις προμήθειες κοίταξέ τες· και να χιονίσει, καλά, και αν δεν χιονίσει, πάλι καλά˙ η προνοητικότητα σώζει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ας πάγ' ας βρω τη μάνα μου, χάρου γαΐτια νά 'σ̑ει.
Κι εκείνα παραγροίκησαν γάμου γαΐτια νά 'σ̑ει (Ας πάω να βρω τι μάνα μου, να κάνει προετοιμασίες για κηδεία.
Κι εκείνοι πάρακουσαν να κάνει προετοιμασίες γάμου) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Πάρτε την δαχτυλίδα μου, παππάδες και αρχόντοι
Να πάω 'γώ 'ς τη μάνα μου γάμου γαΐτι νά 'χει (Πάρτε το δαχτυλίδι μου, παπάδες και άρχοντες
Να πάω 'γώ στην μάνα μου να κάνει προμήθειες γάμου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. καϊγού, φαγωμάτι
Κι εκείνα παραγροίκησαν γάμου γαΐτια νά 'σ̑ει (Ας πάω να βρω τι μάνα μου, να κάνει προετοιμασίες για κηδεία.
Κι εκείνοι πάρακουσαν να κάνει προετοιμασίες γάμου) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Πάρτε την δαχτυλίδα μου, παππάδες και αρχόντοι
Να πάω 'γώ 'ς τη μάνα μου γάμου γαΐτι νά 'χει (Πάρτε το δαχτυλίδι μου, παπάδες και άρχοντες
Να πάω 'γώ στην μάνα μου να κάνει προμήθειες γάμου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. καϊγού, φαγωμάτι