καζάντι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
γαζάνdια
[ɣaˈzandʝa]
Σινασσ.
Υποχωρητικός σχηματ. από το ρ. καζαντίζω, όπου και τύπ. γαζανdίζω.
Κατά πληθ., τα κέρδη