ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάζι (II) (ουσ. ουδ.) κάζιν [ˈkazin] Φάρασ. γάζι̂ [ˈɣazɯ] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. kazı = εκσκαφή, σκάψιμο.
1. Σκαμμένη κρύπτη Αξ. : Παίν' 'ς τα γάζι̂ τ, βγάλλ' τα λίρες (Πηγαίνει στην κρύπτη του, βγάζει τις λίρες.) Αξ. -Dawk. Πβ. γάζημα
2. Κοίλωμα, κοιλότητα βράχου Φάρασ. : Ήταν α μέγο σπήλος σο κάζιν 'πέσου, γιαρίμι κροτάλε 'σ' το Βαρασό (Ήταν μιά μεγάλη σπηλιά μέσα στο κοίλωμα του βράχου, μισή ώρα από τα Φάρασα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.