κάζι (II)
(ουσ. ουδ.)
κάζιν
[ˈkazin]
Φάρασ.
γάζι̂
[ˈɣazɯ]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. kazı = εκσκαφή, σκάψιμο.
1. Σκαμμένη κρύπτη
Αξ.
:
Παίν' 'ς τα γάζι̂ τ, βγάλλ' τα λίρες
(Πηγαίνει στην κρύπτη του, βγάζει τις λίρες.)
Αξ.
-Dawk.
Πβ.
γάζημα
2. Κοίλωμα, κοιλότητα βράχου
Φάρασ.
:
Ήταν α μέγο σπήλος σο κάζιν 'πέσου, γιαρίμι κροτάλε 'σ' το Βαρασό
(Ήταν μιά μεγάλη σπηλιά μέσα στο κοίλωμα του βράχου, μισή ώρα από τα Φάρασα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.