καθάρισμα
(ουσ. ουδ.)
καγέρισμα
[kaˈʝerizma]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. καθάρισμα = υπόλειμμα από καθαρισμό, πβ. Νικ. Μυρεψ. 16.36.6 «σειρώματα· ὃ ἔστιν, καθάρισμα ὑδατῶδες». Για τον τύπ. καγέρισμα βλ. καθαρίζω, όπου και τύπ. καγερίζω.