κάζι (I)
(ουσ. ουδ.)
κάζι
[ˈkazi]
Δίλ., Μισθ., Σατ.
γάζι
[ˈɣazi]
Ποτάμ., Φάρασ.
qάζ'
[qaz]
Φλογ.
κάσ'
[kas]
Φλογ.
γάζ'
[ɣaz]
Μισθ., Τσαρικ.
γάζ̑'
[ɣaʒ]
Αξ., Μισθ., Τζαλ.
γκάζ'
[gaz]
Ουλαγ.
Θηλ.
κάζα
[ˈkaza]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kaz = χήνα, αγριόχηνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gaz (THADS, λ. gaz V).
1. Χήνα
ό.π.τ.
:
’έμωσεν τζ̑αι η ναίκα τη κάζα μο ντο πιρίνdζ̑ι
(Και η γυναίκα γέμισε την χήνα με το ρύζι)
Φάρασ.
-Dawk.
Ότ'λαα πήαν νύχταγιου ντο χıρσι̂́ζ έπιασε 'να γκάζ', έφαξεν ντο, έσεκεν ντο ντο νισ̑τά
(Μόλις πήγαν, ο κλέφτης της νύχτας έπιασε μιά χήνα, την έσφαξε, την έβαλε στην φωτιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Το πουλί γερανός
Μισθ.