ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάζι (I) (ουσ. ουδ.) κάζι [ˈkazi] Δίλ., Μισθ., Σατ. γάζι [ˈɣazi] Ποτάμ., Φάρασ. qάζ' [qaz] Φλογ. κάσ' [kas] Φλογ. γάζ' [ɣaz] Μισθ., Τσαρικ. γάζ̑' [ɣaʒ] Αξ., Μισθ., Τζαλ. γκάζ' [gaz] Ουλαγ. Θηλ. κάζα [ˈkaza] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kaz = χήνα, αγριόχηνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gaz (THADS, λ. gaz V).
1. Χήνα ό.π.τ. : ’έμωσεν τζ̑αι η ναίκα τη κάζα μο ντο πιρίνdζ̑ι (Και η γυναίκα γέμισε την χήνα με το ρύζι) Φάρασ. -Dawk. Ότ'λαα πήαν νύχταγιου ντο χıρσι̂́ζ έπιασε 'να γκάζ', έφαξεν ντο, έσεκεν ντο ντο νισ̑τά (Μόλις πήγαν, ο κλέφτης της νύχτας έπιασε μιά χήνα, την έσφαξε, την έβαλε στην φωτιά) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Το πουλί γερανός Μισθ.