κάγκαρα (II)
(ουσ. θηλ.)
κ͑άγgαρα
[ˈkʰangara]
Φάρασ.
Από το ουσ. κεγκέρι, όπου και τύπ. καγκάρι με παραγωγ. επίθμ. -α (πβ. αρχ. θηλ. ουσ. κινάρα).
Αγριοαγγινάρα
Συνών.
κεγκέρι