καγιάρι
(ουσ. ουδ.)
χαγιάρ'
[xaˈʝar]
Αξ.
Από το ουσ. καγιάς, όπου και τύπ. χαγιάς, και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
Χαλίκι
Συνών.
καγιάς, κουτσούδι :1, τσαγιλτάχι :1, τσακίλι :1, χαλίκι