ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαλίκι (ουσ. ουδ.) χαλίκι [xaˈlici] Γούρδ. χαλίκ' [xaˈlik] Σινασσ., Φλογ. χελίκ [çeˈlik] Μαλακ. Πληθ. χαλίτσ̑α [xaˈlitʃa] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. χαλίκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χάλιξ. Ο τύπ. χελίκ από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. helik = χαλίκι, μικρή πέτρα, ως δάνειο από την ελλ. (βλ. TS, λ. helik (helük, halik), Tietze 2016: λ. helik).
Χαλίκι ό.π.τ. : Το ποτάμ’ κύληνε τα νερά τ' απάνω στα χαλίκια και το μίλις (Το ποτάμι κυλούσε τα νερά του επάνω από τα χαλίκια και την άμμο) Γούρδ. -Καράμπ. Νταρά έριψαν δα χαλίτσ̑α, νταρά ποίκαν τα άσφαλτο (Τώρα έριξαν χαλίκια, τώρα τους έκαναν άσφαλτο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. καγιάρι, καγιάς :3, κουτσούδι :1, τσαγιλτάχι :1, τσακίλι :1