χαλίμ
(επίθ.)
χαλίμ
[xaˈlim]
Μαλακ.
Πληθ.
χαλίμια
[xaˈlimɲa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. halim = ήπιος, υπομονετικός