χαλές
(ουσ. αρσ.)
χαλέ
[xaˈle]
Ποτάμ.
Νεότ. ουσ. χαλές (Mackridge 2021: 196), το οπ. από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. halâ (< αραβ. ḫalā’) = αποχωρητήριο (Tietze 2016: λ. halâ ΙΙ).