χάλα
(ουσ. θηλ.)
χάλα
[ˈxala]
Αραβ., Ουλαγ., Σίλ.
χαλά
[xaˈla]
Μισθ., Σεμέντρ.
Από το τουρκ. ουσ. hale (< περσ. ḫāla < αραβ.), όπου και τύπ. hala = θεία από την πλευρά του πατέρα.
Θεία από την πλευρά του πατέρα, αδελφή του πατέρα
ό.π.τ.
:
Χαλά μακε σι τι σαν';
(Η θεία λοιπόν τι κάνει;)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
|| Ασμ.
Αbρός κόρη, πίσου τ' παιρί, παγαίνουσ̑ι στσ̑ης χάλας τους
-Xάλα χάλα, μερ' ω χάλα, τσ̑η μάνα μας είρις τσ̑ην μι; (Μπροστά το κορίτσι, πίσω το αγόρι, πηγαίνουν στη θεία τους.
-Θεία θεία, ω καλέ θεία, τη μάνα μας μήπως την είδες;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. άμια, ζάζα, θείος, ιζά :1, νινέ, τέτε, τσιτσά
-Xάλα χάλα, μερ' ω χάλα, τσ̑η μάνα μας είρις τσ̑ην μι; (Μπροστά το κορίτσι, πίσω το αγόρι, πηγαίνουν στη θεία τους.
-Θεία θεία, ω καλέ θεία, τη μάνα μας μήπως την είδες;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. άμια, ζάζα, θείος, ιζά :1, νινέ, τέτε, τσιτσά