ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαΐφι (ουσ. ουδ.) χαΐφι [xaˈifi] Τελμ. χαΐφ' [xaˈif] Ανακ. Aπό το τουρκ. ουσ. hayıf = α) κρίμα, ως επιφών. β) βία, αδικία.
Κρίμα, χαμένο : || Ασμ. Χαΐφιν εσύ εποίκες με, χαΐφιν το σον τση νιότση (Εσύ με κατέστρεψες, κατέστρεψες και τη νιότη σου) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Χαΐφ' είν' εσέ Καλάνα μου, σην Άdανα γιοφύρι (Χαραμίζεσαι εσύ καλή μου, για να γίνει στα Άδανα γεφύρι) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374