χαϊρέτι
(ουσ. ουδ.)
χαϊρέτ'
[xaiˈret]
Τροχ.
χαϊρέτσι
[xaiˈretsi]
Τελμ.
χαϊράτι
[xaiˈrati]
Τελμ.
Πληθ.
χαϊρέτια
[xaiˈretʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. hayrat = α) ευαγές ίδρυμα β) αγαθοεργία, ελεημοσύνη. Η λ. και Κρήτ.
1. Eλεημοσύνη
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Το ζανgινίκ δεν το χάνεις με το να δέκεις σο φικαρά χαϊρέτσι
(Τα πλούτη δεν τα χάνεις με το να δώσεις στο φτωχό ελεημοσύνη˙ Για την σημασία της ελεημοσύνης)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
χαΐρι :2
2. Ως επίθ., δωρεάν προσφερόμενος ως αγαθοεργία
Τροχ.
:
Χαϊρέτ' χάν'
(Χώρος δωρεάν φιλοξενίας ταξιδιωτών)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
Συνών.
μπενταβά, τζάμπα :1, τζαμπαντάν
3. Πηγάδια που άνοιγαν για την ανάπαυση των ψυχών ευλαβών ευεργετών
Αξ.