χαϊρέτι (II)
(ουσ. ουδ.)
χαϊρέτ'
[xaiˈret]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. hayret = α) έκπληξη β) κατάπληξη.
Έκπληξη
Τροποποιήθηκε: 11/06/2025