ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαϊρσούζης (επίθ.) χαϊρσούζ [xairˈsuz] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. χαϊρσούζης [xairˈsuzis] Φάρασ. χαερσούζ [xaerˈsuz] Τσαρικ. Θηλ. χαϊρσούζα [xairˈsuza] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. hayırsız = α) άχρηστος, ανεπρόκοπος β) άγονος, μη παραγωγικός γ) δυσοίωνος.
1. Ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος ό.π.τ. : Χαϊρσούζια ινdζ̑άν΄, αβανάχια, χίτς ντεν αγκλαϊζ'νι (Αχαΐρευτοι άνθρωποι, ηλίθιοι, τίποτα δεν καταλαβαίνουνε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. απρόκοφτος
2. Κακορρίζικος Μαλακ. Συνών. γρουσούζης, σακάρι, Αντίθ γουρλής, καντεμλής, μπαχτλού :1, χαϊρλούς