χαϊρσούζης
(επίθ.)
χαϊρσούζ
[xairˈsuz]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
χαϊρσούζης
[xairˈsuzis]
Φάρασ.
χαερσούζ
[xaerˈsuz]
Τσαρικ.
Θηλ.
χαϊρσούζα
[xairˈsuza]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. hayırsız = α) άχρηστος, ανεπρόκοπος β) άγονος, μη παραγωγικός γ) δυσοίωνος.
1. Ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος
ό.π.τ.
:
Χαϊρσούζια ινdζ̑άν΄, αβανάχια, χίτς ντεν αγκλαϊζ'νι
(Αχαΐρευτοι άνθρωποι, ηλίθιοι, τίποτα δεν καταλαβαίνουνε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
απρόκοφτος