χαϊπούτ
(επίθ.)
χαϊπούτ
[xaiˈput]
Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. kaput = ανόητος, ηλίθιος (THADS, λ. kaput).
Μαλάκας
Συνών.
αμπλαπούτ
Τροποποιήθηκε: 06/11/2025