ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαΐζι (ουσ. ουδ.) χαΐζι [xaˈizi] Φάρασ. χαϊζί [xaiˈzi] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. hayyiz = χώρος, όπου και τύπ. hayz.
1. Tόπος Φάρασ.
β. Ἰσιωμα, επίπεδος και ομαλός τόπος Τσουχούρ. : Την ευίdζα σηκώθαμ’, ξείλτσαμ’ σ’ α χαϊζί (Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε, φτάσαμε σ’ ένα ίσωμα ) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
2. Περίκλειστος τόπος, αυλή Φάρασ. Συνών. αυλή, χαϊμάς