χαΐζι
(ουσ. ουδ.)
χαΐζι
[xaˈizi]
Φάρασ.
χαϊζί
[xaiˈzi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. hayyiz = χώρος, όπου και τύπ. hayz.
1. Tόπος
Φάρασ.
β.
Ἰσιωμα, επίπεδος και ομαλός τόπος
Τσουχούρ.
:
Την ευίdζα σηκώθαμ’, ξείλτσαμ’ σ’ α χαϊζί
(Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε, φτάσαμε σ’ ένα ίσωμα
)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β