ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαζιρλαντίζω (II) (ρ.) χαζι̂ρλαdι̂́ζω [xazɯrlaˈdɯzo] Αξ., Αραβαν. χαζουρλανdίζου [xazurlanˈdizu] Μισθ. χαζι̂ρλατίζω [xazɯrlaˈtizo] Μαλακ. χαζιλ-λατίζω [xazillaˈtizo] Φάρασ. χαζιρλαdώ [xazirlaˈdo] Σίλ. χαζιρλαdoύ [xazirlaˈdu] Ουλαγ. χαζιρλατώ [xazirlaˈto] Φάρασ., Φλογ. χαζιλ-λατώ [xazillaˈto] Φάρασ. Αόρ. χαζιρλάτ'σα [xazirˈlatsa] Τσουχούρ., Φάρασ. Προστ. χαζουρλάντα [xazurˈlanda] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. hazırlamak = ετοιμάζω.
Ετοιμάζω ό.π.τ. : Φόρναν το κιαλι̂́νqι̂ζα, χαζι̂ρλάταναν το και κάθιζαν το σ'ἐνα γιαστι̂́χ απάνω (Έντυναν την μελλόνυμφη, την ετοίμαζαν, και την κάθιζαν πάνω σ' ένα μαξιλάρι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Χαζι̂ρλάτ'σε το να μεταλλάξ̑' τα φορσ̑ές (Ετοίμασε τα ρούχα που θα άλλαζε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ήρτε το γιόρος ναίκα και χαζι̂ρλάτ'σε το σοφρά (Ήρθε η γριά και ετοίμασε το τραπέζι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Απ' του βριαϊ χαζουρλάdιζαμ' ντα πράμαδα τ' (Αποβραδίς ετοιμάζαμε τα πράγματά της) Μισθ. -Κοτσαν. Χαζι̂ρλάτσε το ψωμί μας κι ας φάμ' (Ετοίμασε το φαγητό μας κι ας φάμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χαζιρλάτανεν τραπέζ' χαν γάμοζιου (Ετοίμαζε τραπέζι σαν γάμου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Εκείνου χαζουρλάϊζει απ' ένα ράμμα μήλα, τύρπανι ντα, πέρνανι ντα σου κλωστή (Αυτή ετοίμαζε από ένα σχοινάκι μήλα, τα τρύπαγε, τα πέρναγε στο νήμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ο Έι Δηρμήτης ήρτεν, χαζιρλατίστε τα οτεπερίδα σας, να φάτι το σ̑ειμό (O Οκτώβριος ήρθε, ετοιμάστε τις προμήθειές σας (για να έχετε) να φάτε το χειμώνα) Φάρασ. -Ιορδαν. Η ναίκα ήτουν σην κουζίνα τζαι χαζιρλατίσκεν τη χρεία σις εργάτοι (Η γυναίκα ήταν στην κουζίνα και ετοίμαζε το φαητό στους εργάτες) Φάρασ. -Παπαδ. Αποψερού παίρναμε και το νάμα, το θυμίαμα, τρία κεριά, χάζιρλάνdιζ̑αμ' αποψερού και τη μερίδα μας (Αργά το απόγευμα παίρναμε και το νάμα, το θυμίαμα, τρία κεριά, ετοιμάζαμε αργά το απόγευμα και το ψυχοχάρτι μας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Άλλο κανείς τα χαζι̂ρλανdι̂́σ̑' κι άλλο τα τρώγ̑' (Άλλος τα ετοιμάζει κι άλλος τα τρώει˙ Όταν εκμεταλλευόμαστε τους κόπους των άλλων) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Σαμού θωρείς του γοντσ̑ή σου τα ΄ίδε ψωρι-έσανε, χαζιλ-λάτει τσ̑αι συ ο χατράνι (Όταν βλέπεις ότι του γείτονα τα γίδια ψωριάσανε, ετοίμασε κι εσύ το κατράμι˙ Σύντομα θα πάθεις αυτά που παθαίνει ο συνάνθρωπός σου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.