ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβέτσι (ουσ. ουδ.) χαβέτσι [xaˈvetsi] Σίλ. χαβέτσ' [xaˈvets] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ. Από το τουρκ. ουσ. havuç = καρότο (< περσ. havic).
Καρότο ό.π.τ. : Είσ̑εν σο δισάκκι τ’ τα χαβέτσα (Είχε στο σάκο του τα καρότα) Ανακ. -Κωστ.Α. σ̑ιφώτης τα χαβέτσια έβαλε τα σου γαιδουριού σον κώλο (Ο καλικάντζαρος έβαλε τα καρότα στου γάιδαρου τον κώλο) Ανακ. -Κωστ.Α.