χαβέτσι
(ουσ. ουδ.)
χαβέτσι
[xaˈvetsi]
Σίλ.
χαβέτσ'
[xaˈvets]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ.
Από το τουρκ. ουσ. havuç = καρότο (< περσ. havic).
Καρότο
ό.π.τ.
:
Είσ̑εν σο δισάκκι τ’ τα χαβέτσα
(Είχε στο σάκο του τα καρότα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
σ̑ιφώτης τα χαβέτσια έβαλε τα σου γαιδουριού σον κώλο
(Ο καλικάντζαρος έβαλε τα καρότα στου γάιδαρου τον κώλο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.