ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβασλούς (επίθ.) χαβασλούς [xavasˈlus] Φάρασ. Θηλ. χαβασλούσα [xavasˈlusa] Φάρασ. χαβασλ̴ού [havaʃˈLu] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. hevesli = ενθουσιώδης, πρόθυμος.
Αυτός που έχει έντονη επιθυμία για κάτι ό.π.τ. : Όταν είνι κανείς χαβασλ̴ού, κανείς δε μπόρ' να 'ου τσαβουρδίσ' (Όταν κανείς έχει θέληση, όρεξη, κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ