χαβασλούς
(επίθ.)
χαβασλούς
[xavasˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
χαβασλούσα
[xavasˈlusa]
Φάρασ.
χαβασλ̴ού
[havaʃˈLu]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. hevesli = ενθουσιώδης, πρόθυμος.
Αυτός που έχει έντονη επιθυμία για κάτι
ό.π.τ.
:
Όταν είνι κανείς χαβασλ̴ού, κανείς δε μπόρ' να 'ου τσαβουρδίσ'
(Όταν κανείς έχει θέληση, όρεξη, κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ