ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβάτζιβα (ουσ.) χαβάτζιβα [xaˈvadziva] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. havacıva = η Αλκάνα η βαφική (Alkana yinctoria) το οποίο χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική κατά των αποστημάτων και φλεγμονών. Για την σημ. πβ. την τουρκ. φρ. havacıva merhemi = αλοιφή από το φυτό Αλκάνα.
Αλειμματοκέρι, κερί από λίπος για θεραπευτικές ιδιότητες, κυρίως για την αποθεραπεία των εξαρθρώσεων Ανακ.