ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβάτζιβα (ουσ.) χαβάτζιβα [xaˈvadziva] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. havacıva = Αλκάνα η βαφική (Alkana tinctoria) το οπ. χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική κατά των αποστημάτων και φλεγμονών. Για την σημ. πβ. την τουρκ. φρ. havacıva merhemi = αλοιφή από το φυτό Αλκάνα.
Αλειμματοκέρι, κερί από λίπος για θεραπευτικές ιδιότητες, κυρίως για την αποθεραπεία των εξαρθρώσεων Ανακ.
Τροποποιήθηκε: 20/10/2025