χαβάτζιβα
(ουσ.)
χαβάτζιβα
[xaˈvadziva]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. havacıva = η Αλκάνα η βαφική (Alkana yinctoria) το οποίο χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική κατά των αποστημάτων και φλεγμονών. Για την σημ. πβ. την τουρκ. φρ. havacıva merhemi = αλοιφή από το φυτό Αλκάνα.
Αλειμματοκέρι, κερί από λίπος για θεραπευτικές ιδιότητες, κυρίως για την αποθεραπεία των εξαρθρώσεων
Ανακ.