ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβάσι (ουσ. ουδ.) χαβές [xaˈves] Σινασσ. χαβάς̑ [xaˈvaʃ] Αξ., Αραβαν. χαβάσι [xaˈvasi] Φάρασ. χαβασ̑ί [xavaˈʃi] Αξ. χαβά [xaˈva] Ουλαγ. Πληθ. χαβάσια [xaˈvasçʝa] Μισθ., Τελμ. χαβάσ̑α [xaˈvaʃa] Αραβαν. χαβασιά [xavaˈsçʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. heves (< αραβ. ḥavas) = διαθεση, ζήλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. havas.
1. Ζήλος, μεγάλη διάθεση να κάνω κάτι Μαλακ., Φάρασ. : || Φρ. Πήριν ντα χαβασιά τ’ (πήρε τον ζήλο του˙ έχασε τον ζήλο του, την διάθεση να κάνει κάτι) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. γαϊρέτι
2. Προτίμηση Σινασσ.
3. Χαρά Αξ., Αραβαν. : Ασ' τα χαβάσ̑α τ’ να τσ̑ανίσ̑’ (Από τη χαρά του θα τρελαθεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έχ' χαβάσια (Έχει χαρές) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ασ' χαβασ̑ί τ'νε κλαίν' (Από τη χαρά τους κλαίνε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Τ’ χαβασ̑ί μ’ πόμ’νε σαλάκα μ’ (Η χαρά μου έμεινε στον κόρφο μου˙ Ο πόθος μου για κάτι έμεινε απραγματοποίητος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μουράτι, χαβασιλίκι, χαρά
4. Αρετές, χάρες, οι θετικές ιδιότητες κάποιου Τελμ. : || Ασμ. Ένα παιδί και τσι παιδί με τα πολλά χαβάσια,
η μάνα του το θήλευε με το αρνιακό το γάλα
(ένα παιδί και τι παιδί με πολλές χαρές,
η μάνα του το θήλαζε με γάλα αρνιού)
Τελμ. -Αινατζ.