χαβάσι
(ουσ. ουδ.)
χαβές
[xaˈves]
Σινασσ.
χαβάς̑
[xaˈvaʃ]
Αξ., Αραβαν.
χαβάσι
[xaˈvasi]
Φάρασ.
χαβασ̑ί
[xavaˈʃi]
Αξ.
χαβά
[xaˈva]
Ουλαγ.
Πληθ.
χαβάσια
[xaˈvasçʝa]
Μισθ., Τελμ.
χαβάσ̑α
[xaˈvaʃa]
Αραβαν.
χαβασιά
[xavaˈsçʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. heves (< αραβ. ḥavas) = διαθεση, ζήλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. havas.
1. Ζήλος, μεγάλη διάθεση να κάνω κάτι
Μαλακ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Πήριν ντα χαβασιά τ’
(πήρε τον ζήλο του˙ έχασε τον ζήλο του, την διάθεση να κάνει κάτι)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
γαϊρέτι
2. Προτίμηση
Σινασσ.
3. Χαρά
Αξ., Αραβαν.
:
Ασ' τα χαβάσ̑α τ’ να τσ̑ανίσ̑’
(Από τη χαρά του θα τρελαθεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έχ' χαβάσια
(Έχει χαρές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ασ' χαβασ̑ί τ'νε κλαίν'
(Από τη χαρά τους κλαίνε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Τ’ χαβασ̑ί μ’ πόμ’νε σαλάκα μ’
(Η χαρά μου έμεινε στον κόρφο μου˙ Ο πόθος μου για κάτι έμεινε απραγματοποίητος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μουράτι, χαβασιλίκι, χαρά
4. Αρετές, χάρες, οι θετικές ιδιότητες κάποιου
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Ένα παιδί και τσι παιδί με τα πολλά χαβάσια,
η μάνα του το θήλευε με το αρνιακό το γάλα (ένα παιδί και τι παιδί με πολλές χαρές,
η μάνα του το θήλαζε με γάλα αρνιού) Τελμ. -Αινατζ.
η μάνα του το θήλευε με το αρνιακό το γάλα (ένα παιδί και τι παιδί με πολλές χαρές,
η μάνα του το θήλαζε με γάλα αρνιού) Τελμ. -Αινατζ.