χαβλαντίζω
(ρ.)
χαβλατίζω
[xavlaˈtizo]
Μαλακ.
γαβλαϊντίζου
[ɣavlaiˈdizu]
Μισθ.
χαβλαΐζω
[xavlaˈizo]
Δίλ.
γαβλαΐζου
[ɣavlaiˈzu]
Μισθ.
χαβλαdώ
[xavlaˈdo]
Ανακ., Φερτάκ.
χαβλαdού
[xavlaˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
χαβλάτ'σα
[xaˈvlatsa]
Μαλακ., Φερτάκ.
Από τον αόρ. havladı του τουρκ. ρ. havlamak = γαβγίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. O τύπ. γαβλαΐζου πιθ. κατ΄ επίδρ. του ρ. γαβγίζω. Ο τύπ. λεφλετώ από χαβλαντώ με αφομ.
2. Κατ' επέκτ., φωνάζω δυνατά
ό.π.τ.
:
Ισύ αν ντά σκυλιά με γαβλαΐ'εις
(Εσύ σαν τα σκυλιά μου φωνάζεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τις γαβλάιζι;
(Ποιος φώναζε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
βροντώ, βρυχώμαι, μπαγιρντώ, ουλουντίζω :2