ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβλαντίζω (ρ.) χαβλατίζω [xavlaˈtizo] Μαλακ. γαβλαϊντίζου [ɣavlaiˈdizu] Μισθ. χαβλαΐζω [xavlaˈizo] Δίλ. γαβλαΐζου [ɣavlaiˈzu] Μισθ. χαβλαdώ [xavlaˈdo] Ανακ., Φερτάκ. χαβλαdού [xavlaˈdu] Ουλαγ. Αόρ. χαβλάτ'σα [xaˈvlatsa] Μαλακ., Φερτάκ. Από τον αόρ. havladı του τουρκ. ρ. havlamak = γαβγίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. O τύπ. γαβλαΐζου πιθ. κατ΄ επίδρ. του ρ. γαβγίζω. Ο τύπ. λεφλετώ από χαβλαντώ με αφομ.
1. Γαβγίζω, αλυχτώ ό.π.τ. : Το σ̑κυλί χαβλάτ'σε (Το σκυλί γάβγισε) Φερτάκ. -Dawk. Τα σκυλιά γιάι γαβλαΐζ'νι (Γιατί γαβγίζουν τα σκυλιά;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. λεφλετώ, υλάζω
2. Κατ' επέκτ., φωνάζω δυνατά ό.π.τ. : Ισύ αν ντά σκυλιά με γαβλαΐ'εις (Εσύ σαν τα σκυλιά μου φωνάζεις) Μισθ. -Κοτσαν. Τις γαβλάιζι; (Ποιος φώναζε;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. βροντώ, βρυχώμαι, μπαγιρντώ, ουλουντίζω :2