λεφλετώ
(ρ.)
λεφλετώ
[lefleˈto]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. alevlenmek = α) φλέγομαι β) εξάπτομαι γ) αυξάνω την ένταση δ) φουντώνω από θυμό.
Γαβγίζω
Συνών.
υλάζω, χαβλαντίζω :1