λησμόνεμα
(ουσ. ουδ.)
ζολμόνεμα
[zoˈlmonema]
Αξ.
ζορμόνημα
[zorˈmonima]
Μισθ.
ζορζόνημα
[zoˈrzonima]
Μισθ.
Από το ρ. λησμονώ όπου και τύπ. ζολμονώ, ζορμονώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Αμνησία, λησμονιά
ό.π.τ.
2. Παραμέληση, αμέλεια
ό.π.τ.