ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεφτίκκο (επίθ.) λεφτίκκο [leˈftiko] Φάρασ. λεφτίκκου [leˈftiku] Φάρασ. λεφτούκκο [leˈftuko] Φάρασ. Από το επίθ. λεπτός και το παραγωγ. επίθμ. -ίκκο (Ανδριώτης 1948: 42).
1. Λεπτός, ψιλός Φάρασ. : Τα λεφτούκκα τα γέντερα (Τα λεπτά έντερα) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. αχαμνός, φτενός, ψιλός
2. Νερουλός, υδαρής Φάρασ. Συνών. νερωτός, τσιβίχι