λεφτίκκο
(επίθ.)
λεφτίκκο
[leˈftiko]
Φάρασ.
λεφτίκκου
[leˈftiku]
Φάρασ.
Από το επίθ. λεπτός και το παραγωγ. επίθμ. -ίκκο (Ανδριώτης 1948: 42).
1. Λεπτούτσικος
3. Αδύνατος
Συνών.
αχαμνός :2, ζαΐφης, ζαμπούνης, Αντίθ
αδρός :1, βορδώνι :2, γαπάς :1
4. Νερουλός, νερουλιασμένος
Συνών.
νερωτός
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025