λεφτίκκο
(επίθ.)
λεφτίκκο
[leˈftiko]
Φάρασ.
λεφτίκκου
[leˈftiku]
Φάρασ.
λεφτούκκο
[leˈftuko]
Φάρασ.
Από το επίθ. λεπτός και το παραγωγ. επίθμ. -ίκκο (Ανδριώτης 1948: 42).