ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λέτσι (ουσ. ουδ.) λέτσ’ [lets] Μαλακ., Σινασσ. λέτσ̑’ [letʃ] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lek = αστράγαλος (THADS, λ. lek IV). Σύμφωνα με τον Σετάτο (1995: 28) από το περσ. ουσ. leng= από τη βουβωνική χώρα μέχρι τα δάκτυλα.
1. Αστράγαλος Μαλακ., Σινασσ. Συνών. κίτσι, κότσι, κότσιλο :1, μακαρά, στραγάλι
2. Ο μεγάλος τένοντας πάνω από την φτέρνα Ανακ. Συνών. σινίρ