λέτσι
(ουσ. ουδ.)
λέτσ’
[lets]
Μαλακ., Σινασσ.
λέτσ̑’
[letʃ]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lek = αστράγαλος (THADS, λ. lek IV). Σύμφωνα με τον Σετάτο (1995: 28) από το περσ. ουσ. leng= από τη βουβωνική χώρα μέχρι τα δάκτυλα.