στραγάλι
(ουσ. ουδ.)
στραγάλι
[straˈɣali]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. στραγάλι, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἀστράγαλος και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι, με αποβ. άτονου αρκτ. φων.. Πβ. τον ήδη μεσν. τύπ. στράγαλος.
Αστράγαλος
:
Του ποραδού μου το στραγάλι
(Ο αστράγαλος του ποδιού μου)
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Συνών.
κίτσι, κότσι, κότσιλο :1, μακαρά