ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στραγάλι (ουσ. ουδ.) στραγάλι [straˈɣali] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. στραγάλι, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἀστράγαλος και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι, με αποβ. άτονου αρκτ. φων.. Πβ. τον ήδη μεσν. τύπ. στράγαλος.
Αστράγαλος : Του ποραδού μου το στραγάλι (Ο αστράγαλος του ποδιού μου) -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. κίτσι, κότσι, κότσιλο :1, μακαρά