ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στραβοσφοντυλιάζω (ρ.) στραβοσοντσυλιάζω [stravosontsiˈʎazo] Ανακ., Φλογ. Από το νεότ. ρ. στραβοσφονδυλιάζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το επίθ. στραβός, το ουσ. σφόντυλος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Μτφ., σκύβω το κεφάλι γίνομαι κακόμοιρος. ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 11/02/2024