στραβοσφοντυλιάζω
(ρ.)
στραβοσοντσυλιάζω
[stravosontsiˈʎazo]
Ανακ., Φλογ.
Από το νεότ. ρ. στραβοσφονδυλιάζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το επίθ. στραβός, το ουσ. σφόντυλος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Μτφ., σκύβω το κεφάλι γίνομαι κακόμοιρος.
ό.π.τ.