στουράκι
(ουσ. ουδ.)
στουράτσ̑ι
[stuˈratʃi]
Φάρασ.
στουράκ'
[stuˈrak]
Φάρασ.
Πληθ.
στουράτσ̑ε
[stuˈratʃe]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. στουράκι, το οπ. από το αρχ. ουσ. στυράκιον, υποκορ. του αρχ. στύραξ.
Το φυτό στύραξ ο φαρμακευτικός (styrax officinalis) της οικογενείας των στυρακωδών (styracaceae), είδος δενδρώδους θάμνου το οπ. παράγει μιά κολλώδη ουσία χρήσιμη ως σαπούνι
:
Το στουράκ’ του κάνουμι σαπούνι
(To στουράκι το κάνουμε σαπούνι)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ 1171