ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στουράκι (ουσ. ουδ.) στουράτσ̑ι [stuˈratʃi] Φάρασ. στουράκ' [stuˈrak] Φάρασ. Πληθ. στουράτσ̑ε [stuˈratʃe] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. στουράκι, το οπ. από το αρχ. ουσ. στυράκιον, υποκορ. του αρχ. στύραξ.
Το φυτό στύραξ ο φαρμακευτικός (styrax officinalis) της οικογενείας των στυρακωδών (styracaceae), είδος δενδρώδους θάμνου το οπ. παράγει μιά κολλώδη ουσία χρήσιμη ως σαπούνι : Το στουράκ’ του κάνουμι σαπούνι (To στουράκι το κάνουμε σαπούνι) Φάρασ. -ΙΛΝΕ 1171