στραγγιούσκος
(επίθ.)
στρανgιούσκο
[straŋˈɟusko]
Φάρασ.
Από το αρχ. επιθ. στραγγός (πβ. στραγγίζω) και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος > -ούσκος.
Ψιλός, ψιλοαλεσμένος