στραχτώνω
(ρ.)
στραχτώνω
[straxˈtono]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
Αόρ.
στράχτουσα
[ˈstraxtusa]
Μαλακ.
Πιθ. από το αρχ. ρ. ὀστρακόω -ῶ με την μεταγν. σημ. ‘στρώνω με σκυρόδεμα’, πβ. IG II² 463 (επιγρ. 307-306 π.Χ.) «πύρ[γ]ους κ[α]ὶ τὴν πάροδον ῥ[α]χώσας καὶ ὀ[σ]τρακώ[σας». Πβ. και το μεσν. ουσ. ἄστρακας = μείγμα ασβέστη και τσιμέντου, και ν.ε. αστραχώνω (< αστράκι < αρχ. ὀστράκιον), βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀστράκι iΙ, ἀστρακώνω%i.
Συγκολλώ θραυσμένο πήλινο αγγείο
ό.π.τ.