ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στραβώνω (ρ.) στραβώνoυ [straˈvonu] Μισθ. Παθ. στραβωνιέμι [stravoˈɲemi] Μισθ. Αόρ. στραβώχα [straˈvoxa] Μισθ. Από το μεσν. ρ. στραβώνω.
1. Μτβ, στραβώνω κάτι
2. Αμτβ., γίνομαι στραβός, λοξός ό.π.τ. : Στραβών' ντου ντουραζί (Στραβώνει το πανί στον αργαλειό) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Μεσοπαθ., χάνω την όρασή μου, στραβώνομαι