στραβώνω
(ρ.)
στραβώνoυ
[straˈvonu]
Μισθ.
Παθ.
στραβωνιέμι
[stravoˈɲemi]
Μισθ.
Αόρ.
στραβώχα
[straˈvoxa]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. στραβώνω.
1. Μτβ, στραβώνω κάτι
2. Αμτβ., γίνομαι στραβός, λοξός
ό.π.τ.
:
Στραβών' ντου ντουραζί
(Στραβώνει το πανί στον αργαλειό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Μεσοπαθ., χάνω την όρασή μου, στραβώνομαι